- ζηλωτικός
- ζηλ-ωτικός, ή, όν,A emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167;
περί τι Arist.Rh.1388b9
;λόγος Ph.1.135
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περί τι Arist.Rh.1388b9
;λόγος Ph.1.135
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηλωτικός — ζηλωτικός, ή, όν (AM) [ζηλωτής] μσν. αξιοζήλευτος αρχ. 1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής 2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν ο ζήλος … Dictionary of Greek
ζηλωτικός — emulous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικόν — ζηλωτικός emulous masc acc sg ζηλωτικός emulous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικοί — ζηλωτικός emulous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικούς — ζηλωτικός emulous masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικωτάτη — ζηλωτικός emulous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτικῶς — ζηλωτικός emulous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)